- θάνατος
- ο1. κατάσταση ενός οργανικού όντος όταν σταματούν όλες οι λειτουργίες του: Φυσιολογικός θάνατος. – Βίαιος θάνατος. – Βρήκε ένδοξο θάνατο.2. χαρακτηρισμός γεγονότος πολύ θλιβερού: Η αποτυχία του γιου του ήταν γι' αυτόν θάνατος.3. νέκρωση: Θάνατος του λογικού.4. φρ., «μέχρι θανάτου», πάρα πολύ: Τον μισεί μέχρι θανάτου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
См. также в других словарях:
θάνατος — ο смерть, гибель: ηθικός θάνατος нравственное падение; η τριπλή μορφή του θανάτου: πνευματικός, σωματικός, αιώνιος тройная форма смерти: духовная, телесная, вечная Этим. дргр. θανατός < санскр. a dhvani t «исчез, сгорел», dhvan ta «темный» … Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко)
Θάνατος — death masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατος — death masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
Θάνατος κύνειος. — См. Собаке собачья смерть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Δὶς κράμβη ϑάνατος. — δὶς κράμβη ϑάνατος. См. Пета бяху стара песня! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αιφνίδιος θάνατος — Ο απρόοπτος και σύντομος θάνατος που οφείλεται σε κάποια άγνωστη φαινομενικά, εσωτερική παθολογική ή φυσιολογική αιτία. Το ποσοστό των α.θ. στο σύνολο των θανάτων είναι σχετικά μικρό. Από πλευράς φύλου περισσότερο ευπρόσβλητο είναι το αντρικό,… … Dictionary of Greek
Κυνικὸς θάνατος. Παρόσον οἱ κύνες οὐ θαπτονται. — См. Собаке собачья смерть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ТАНАТОС — • Θάνατος, Mors, олицетворение смерти. У Гомера бог смерти не имеет еще определенной формы. Чаще всего смерть называется θάνατος; к этому названию иногда прибавляются определения, так, напр., для выражения смерти как естественного… … Реальный словарь классических древностей
Θανάτω — Θάνατος death masc nom/voc/acc dual Θάνατος death masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)